Gary Chartier
Τα Πολλά Μονοπώλια
Εμείς οι ελευθεριακοί υπερασπιζόμαστε την οικονομική ελευθερία και όχι τις μεγάλες επιχειρήσεις. Τασσόμαστε υπέρ των ελεύθερων αγορών και κατά της εταιρικής οικονομίας. Πώς θα έμοιαζαν άραγε οι απελευθερωμένες αγορές; Σίγουρα δε θα έμοιαζαν καθόλου με τις ελεγχόμενες αγορές που έχουμε σήμερα. Πόσο συχνά ακούμε ότι η μαζική ανεργία, η χρηματο-οικονομική κρίση, η οικολογική καταστροφή και το οικονομικό κατεστημένο οφείλονται στις αδηφάγες «αχαλίνωτες ελεύθερες αγορές»; Ωσάν όντως να περιστοιχιζόμασταν από τις αγορές αυτές!
Οι κρίσεις στον αντίποδα του laissez faire αποτελούν κρίσεις αγορών οι οποίες υπόκεινται σε περιορισμούς. Όταν μας ασκούν κριτική οι επικριτές μας εγείροντας ζητήματα εταιρικών ατασθαλιών, διαρθρωτικής φτώχειας ή κοινωνικοοικονομικής περιθωριοποίησης, θα πρέπει να τους ξεκαθαρίζουμε ότι οι αρχές της αγοράς δεν μας επιβάλλουν να υπεραμυνόμαστε των μεγάλων επιχειρήσεων με κάθε κόστος και ότι πολλά από αυτά που καταδικάζουν οι επικριτές μας απορρέουν από κυβερνητικές ρυθμίσεις και νομικά προνόμια. Εμείς, οι ελευθεριακοί του 21ου αιώνα, προκειμένου να αναπτύξουμε ένα μοντέλο για την ανάλυση της πολιτικής έκφανσης της επιχειρηματικής ισχύος και της προστασίας των αγορών εκ των κάτω, μπορούμε να ανατρέξουμε στις ρίζες μας, στο 19ο αιώνα—στη διορατικότητα και τις βαθιές γνώσεις των Αμερικανών ατομικιστών, ιδιαίτερα του Benjamin Ricketson Tucker (1854-1939), του πιο επιφανούς και ταλαντούχου υποστηρικτή τους ο οποίος ήταν εκδότης και συντάκτης του αναρχικού περιοδικού για τις ελεύθερες αγορές Liberty (Ελευθερία).
Πιο συμβατικές αναλύσεις παρουσιάζουν την Αμερικάνικη Χρυσή Εποχή (American Gilded Age) ως μία περίοδο απηνούς εκμετάλλευσης και οικονομικού laissez faire. Αντιθέτως, ο Tucker υποστήριξε ότι τα τυπικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού των ημερών του δεν ήταν προϊόντα μιας γνήσιας ελεύθερης αγοράς αλλά απότοκα αγορών στρεβλωμένων από την ύπαρξη πολιτικών προνομίων. Αν και ο Tucker δε χρησιμοποίησε αυτή την ορολογία, χάριν της ανάλυσής μας θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τέσσερις κύριους τρόπους στρέβλωσης των αγορών οι οποίοι τον απασχόλησαν ιδιαιτέρως: αγορές υπό ομηρεία, το φαινόμενο της αέναης αυξητικής τάσης στις τιμές, συγκέντρωση ιδιοκτησίας και προστασία του κατεστημένου.
Τύποι παραμορφώσεων
Αγορές υπό Ομηρεία. Νομοθετικές εντολές και κυβερνητικά μονοπώλια παράγουν αγορές υπό ομηρεία στις οποίες οι πελάτες εγκλωβίζονται τεχνητά στην επιλογή συγκεκριμένων υπηρεσιών και πωλητών, τους οποίους υπό άλλες συνθήκες δεν θα επέλεγαν. Η ζήτηση σε αυτήν την περίπτωση δομείται και επιβάλλεται στη βάση απαιτήσεων που πηγάζουν από τον πολιτική εξουσία. Για παράδειγμα, η αγορά ασφαλειών αυτοκινήτου διαμορφώνεται από νόμους οι οποίοι απαιτούν από τους καταναλωτές την προμήθεια ασφάλειας και ρυθμίζουν το ύψος της ελάχιστης τιμής της υπηρεσίας ασφαλείας που πρέπει να αγοραστεί. Στις αιχμάλωτες αγορές ορισμένες προνομιούχες επιχειρήσεις απολαμβάνουν, μέσω νομικών εγγυήσεων, πρόσβαση σε ένα σταθερό απόθεμα πελατών το οποίο περιφρουρείται μέσω απειλών επιβολής προστίμων και συλλήψεων.
Το φαινόμενο της αέναης αυξητικής τάσης στις τιμές. Νομικά εμπόδια, στρεβλώσεις τιμών και αιχμάλωτες αγορές αυξάνουν τα πάγια κόστη διαβίωσης, πολύ περισσότερο από ό,τι στις ελεύθερες αγορές. Υπό τους περιορισμούς που επιβάλλει η ανάγκη να καλυφθούν αυτά τα διαρκή και ανελαστικά κόστη και κάτω από τεχνητά άκαμπτες συνθήκες, ο κόσμος, προκειμένου να επιβιώσει, καταφεύγει στην πώληση της προσωπικής του εργασίας, στην αγορά ασφαλειών και σε δάνεια. Αυτές οι μεταδοτικές επιδράσεις αναγκάζουν πολλούς να ζουν ένα συνεχή αγώνα για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, δημιουργώντας μόνιμες καταστάσεις οικονομικής κρίσης για τους φτωχούς.
Συγκέντρωση. Κατασχέσεις, αντιστρόφως προοδευτική αναδιανομή και νόμιμα μονοπώλια, στερούν πόρους από τους εργαζόμενους και ταυτόχρονα οδηγούν στη συγκέντρωση πλούτου και οικονομικού ελέγχου από μία πολιτικά ευνοημένη επιχειρηματική τάξη. Ο αγώνας για την κάλυψη αυξημένων παγίων εξόδων αφαιρεί από τους εργαζόμενους τα μέσα για να επιτύχουν μία ανεξάρτητη διαβίωση και να εισέλθουν σε αγορές όπου η ιδιοκτησία γης, κεφαλαίου και βασικών πόρων είναι συγκεντρωμένες στα χέρια των ολίγων μέσω νομικών ρυθμίσεων. Ως εκ τούτου, οι εργαζόμενοι εξαρτώνται από τις σχέσεις τους με τα αφεντικά και τις επιχειρήσεις πολύ περισσότερο από όσο θα εξαρτιόνταν σε απελευθερωμένες αγορές. Για το λόγο αυτό, η οικονομική δραστηριότητα καταλήγει να παραμορφώνεται από σχέσεις ιεραρχίας και περιοριστικές οικονομίες προσοδοθηρίας.
Προστασία. Οι αγορές υπό ομηρεία και οι οικονομικές διασώσεις (bailouts) προστατεύουν τους μεγάλους παίκτες, ενώ ταυτόχρονα τα νόμιμα μονοπώλια, τα ρυθμιστικά εμπόδια και οι αντι-ανταγωνιστικές ενισχύσεις δρουν αρνητικά σε ότι αφορά την είσοδο νέων εναλλακτικών προϊόντων στην αγορά καθώς και στον ανταγωνισμό εκ των κάτω. Η κυβερνητική υποστήριξη ενισχύει τις μεγάλες επιχειρήσεις, προκαλώντας ασφυξία στην αγορά και ανακόπτοντας την επίδραση κοινωνικών πιέσεων οι οποίες υπό άλλες συνθήκες θα αναπτύσσονταν. Οι κρατικά προστατευόμενες επιχειρήσεις μπορούν να αντιμετωπίζουν τους εργαζόμενους και τους καταναλωτές με λιγότερη ευαισθησία και περιορισμούς. Ταυτόχρονα, οι παρεμβάσεις στην αγορά αποκλείουν εναλλακτικές λύσεις μπλοκάροντας μικρότερους ή ανεπίσημους ανταγωνιστές.
Τα Τέσσερα Μεγάλα Μονοπώλια κατά τον Tucker
Μπορούμε λοιπόν να στραφούμε στην κεντρική ιδέα του Tucker: Στο «Κρατικός Σοσιαλισμός και Αναρχισμός» (1888) ο Tucker ισχυρίζεται ότι «Τέσσερα Μονοπώλια» καθόρισαν ουσιαστικά την οικονομία της Χρυσής Περιόδου—τέσσερις βασικές περιοχές οικονομικής δραστηριότητας όπου κυβερνητικές ρυθμίσεις, συγκέντρωση και προστασία επιχειρήσεων συνέκλιναν και οδήγησαν στη στρέβλωση των αγορών μετατρέποντάς τες σε «ταξικά μονοπώλια» και επιφέροντας μία ολοένα και μεγαλύτερη οπισθοδρόμηση σε όλες τις αγορές, όσο οι συνέπειες αυτών των δραστηριοτήτων γίνονταν ολοένα και πιο αισθητές.
Το Μονοπώλιο Γης. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας γης στην Αμερική του 19ου αιώνα δεν είχαν καμία σχέση με τις ελεύθερες αγορές. Όλη η ελεύθερη γη διεκδικήθηκε από την κυβέρνηση, ο στρατός της οποίας υφάρπαξε εκτάσεις γης από Ινδιάνους, Μεξικανούς και ανεξάρτητους «καταπατητές». Η κυβερνητική ιδιοκτησία και οι επιλεκτικές επιχορηγήσεις δημιούργησαν μονοπωλιακή πρόσβαση, αποκλείοντας την ελεύθερη εγκατάσταση και ανέγερση κατοικιών σε ελεύθερες εκτάσεις αγροτικής γης («O Νόμος περί Αγροτικού Αναδασμού» ο οποίος υποτίθεται ότι άνοιξε το δρόμο για την ανέγερση κατοικιών σε ελεύθερα εδάφη της Δύσης, στην πραγματικότητα επέβαλε αυστηρές νομικές υποχρεώσεις σε όσους ενδιαφέρονταν να εποικίσουν ελεύθερα εδάφη. Στις υποχρεώσεις αυτές μπορούσαν να αντεπεξέλθουν μόνο ορισμένοι αγρότες με μεσαίου μεγέθους αγροτικές επιχειρήσεις. Οι μικρότερες φάρμες και οι μη αγρότες αποκλείονταν.) Ο Tucker όρισε αυτή την συγκέντρωση τίτλων ιδιοκτησίας γης από την ελίτ ως «μονοπώλιο γης» που δημιουργούσε μία τάξη προνομιούχων γαιοκτημόνων αποκλείοντας τους εργαζόμενους από ευκαιρίες που υπήρχαν στην αγορά για την απόκτηση ελεύθερης γης και την αποφυγή πληρωμής ενοικίου.
Από το 1888 τα μονοπώλια γης επεκτάθηκαν δραματικά. Οι κυβερνήσεις παγκοσμίως εθνικοποίησαν το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο καθώς και τους υδάτινους πόρους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα δικαιώματα εξερεύνησης ορυκτού πλούτου είναι κατά κύριο λόγο προσβάσιμα μέσω κυβερνητικών αδειών. Αυτό οφείλεται στο ότι το 50% των εδαφών της Αμερικανικής Δύσης είναι υπό κυβερνητική ιδιοκτησία. Το κόστος της γης έχει εξωθηθεί προς τα πάνω και η συγκέντρωση μεγάλων εκτάσεων γίνεται εφικτή μέσω των σχεδίων χρήσεως γης, του δικαιώματος απαλλοτρίωσης εκτάσεων υπέρ του δημοσίου, των δημοτικών «αναπτυξιακών» επιχειρήσεων καθώς και των τοπικών πολιτικών που ως στόχο έχουν να ωθούν διαρκώς τις τιμές προς τα πάνω. Οι απελευθερωμένες αγορές γης θα χαρακτηρίζονταν από περισσότερη και πιο διεσπαρμένη ατομική ιδιοκτησία. Η γη θα ήταν λιγότερο ακριβή και θα διατηρούνταν ελεύθερη συχνότερα, οι ελεύθερες εκτάσεις θα ήταν περισσότερο διαθέσιμες για την ελεύθερη ανέγερση κατοικιών και οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα εξαρτιόνταν τόσο από την αξία που αντιστοιχεί στο κόστος της ατομικής εργασίας για την ανέγερση και συντήρηση των οικιών που κτίζονται σε αυτές τις εκτάσεις όσο και από την κυκλοφορία ρευστού με σκοπό το κέρδος. Πολλοί δε θα χρειάζονταν πλέον να νοικιάζουν και αυτοί που επέλεγαν να νοικιάσουν θα συνειδητοποιούσαν ότι ο ανταγωνισμός είχε βελτιώσει δραματικά τις διαθέσιμες τιμές και συνθήκες στην αγορά.
Το Μονοπώλιο του Χρήματος. Σύμφωνα με τον Tucker το πιο επιβλαβές από τα Τέσσερα Μεγάλα Μονοπώλια ήταν το Μονοπώλιο του Χρήματος, «το προνόμιο που παραχωρούν οι κυβερνήσεις σε ορισμένα άτομα…να έχουν υπό την ιδιοκτησία τους ορισμένες μορφές περιουσίας, να εκδίδουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα ανταλλαγής», χειραγωγώντας την προσφορά χρήματος, απαγορεύοντας εναλλακτικά νομίσματα και δημιουργώντας καρτέλ τραπεζών, χρήματος και πιστώσεων. Ο Tucker διείδε ότι ο νομισματικός έλεγχος όχι μόνο εξασφάλιζε μονοπωλιακά κέρδη για προστατευμένες τράπεζες αλλά οδηγούσε και στη συγκέντρωση ιδιοκτησίας σε όλο το φάσμα της οικονομίας, ευνοώντας τις μεγάλες και καθιερωμένες επιχειρήσεις με τις οποίες οι μεγάλες και καθιερωμένες τράπεζες προτιμούσαν να συναλλάσσονται.
Το 1888, ο Τucker αναγνώρισε το Μονοπώλιο του Χρήματος ως μία από τις δυνάμεις τις αγοράς—πριν από τη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και πριν από το τύπωμα παραστατικού χρήματος, πριν από την Ομοσπονδιακή Επιχείρηση Εγγύησης των Καταθέσεων (FDIC), την Fannie, την Freddie, το ΔΝΤ, ή των διασώσεων συστημικών, ήτοι «πολύ μεγάλων για να πτωχεύσουν», τραπεζών, που ανήλθαν σε τρισεκατομμύρια δολάρια. Σήμερα τα νομοθετικά ρυθμιζόμενα καρτέλ και οι πολιτικές εντολές έχουν επίσης αιχμαλωτίσει τον τομέα των ασφαλειών, των πιστώσεων, των καταθέσεων και των επενδύσεων διαμορφώνοντας ένα προπύργιο για το Μονοπώλιο Χρήματος, εξωθώντας τους εργαζόμενους σε στρεβλωμένες αγορές και αποκλείοντας ταυτόχρονα μη επιχειρηματικές, λαϊκές και εκ των κάτω, μορφές αμοιβαίας βοήθειας.
Ιδέες και Εκβιασμός
Το Μονοπώλιο Πατεντών. Ο Tucker καταδίκαζε τα μονοπώλια που βρίσκονταν υπό την προστασία πατεντών και πνευματικών δικαιωμάτων—«προστατεύοντας για μακρά χρονική περίοδο εφευρέτες και συγγραφείς από τον ανταγωνισμό, δίνοντάς τους έτσι τη δυνατότητα να αποσπούν εκβιαστικά…αμοιβές πολύ υψηλότερες…από την αξία των υπηρεσιών τους». Εφόσον η αντιγραφή μιας ιδέας δε στερεί ούτε την ιδέα από τον εφευρέτη της αλλά ούτε και κάποιο απτό περιουσιακό στοιχείο που είχε πιο πριν, η «πνευματική ιδιοκτησία» σήμαινε μόνο ένα νόμιμο μονοπώλιο κατά ανταγωνιστών που θα μπορούσαν να μιμηθούν ή να παράξουν αντίγραφα των προϊόντων των μονοπωλητών σε χαμηλότερο κόστος.
Η «Πνευματική Ιδιοκτησία» (ΠΙ) έχει αυξηθεί ραγδαία από το 1888, αφότου τα ΜΜΕ, η τεχνολογία και οι επιστημονικές καινοτομίες επέτρεψαν τον έλεγχο της οικονομίας της πληροφορίας ως άξονα της επιχειρηματικής ισχύος. Τα κέρδη των μονοπωλίων στη βάση της ΠΙ είναι το ισχύον επιχειρηματικό μοντέλο των μεγάλων, περιλαμβανομένων στη λίστα «Fortune 500», εταιριών όπως η GE, η Monsanto, η Microsoft, και η Disney, οι οποίες απαιτούν κυριολεκτικά απεριόριστη νομική προστασία από τον ανταγωνισμό. Οι προστατευόμενοι από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας όροι έχουν τετραπλασιαστεί σε έκταση, ενόσω οι μαζικές και συγχρονισμένες επεκτάσεις του πνευματικού προστατευτισμού έχουν καταστεί σταθερά χαρακτηριστικά νεοφιλελεύθερων «συμφώνων» «ελεύθερου εμπορίου» όπως η NAFTA και η KORUS FTA (Σύμφωνο Ελεύθερου Εμπορίου ΗΠΑ-Κορέας). Σε μία απελευθερωμένη αγορά τέτοιου τύπου επιχειρηματικά μοντέλα θα αποτύγχαναν—και μαζί τους, τα τεχνητώς υψηλά κόστη που πληρώνουν οι καταναλωτές για την πρόσβαση στον πολιτισμό, τα φάρμακα και την τεχνολογία.
Το Προστατευτικό Μονοπώλιο. Ο Tucker αναγνωρίζει τους προστατευτικούς δασμούς ως μονοπώλιο υπό την έννοια ότι προστατεύουν πολιτικά ευνοημένους τοπικούς παραγωγούς από ανταγωνισμό προερχόμενο από το εξωτερικό και με αυτόν τον τρόπο αυξάνουν τα ημερήσια κόστη για τους καταναλωτές.
Με την πάροδο των ετών και με την αύξηση των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των νεοφιλελεύθερων εμπορικών συμφώνων οι δασμοί έχουν μειωθεί. Παρ’ όλα αυτά, οι συγκεκριμένοι νομικοί μηχανισμοί ελέγχου είναι λιγότερο σημαντικοί για τον Tucker από αυτόν καθεαυτόν τον σκοπό ελέγχου του εμπορίου για την προστασία του εγχώριου επιχειρηματικού κατεστημένου. Το 1888 αυτή η προστασία συνεπαγόταν δασμούς. Το 2011, αντιστοιχεί σε ένα τεράστιο δίκτυο πολιτικών ελέγχων που χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν και να διαχειριστούν την «ισορροπία του εμπορίου»: επιδοτήσεις εξαγωγών, χειραγώγηση νομισματικών ισοτιμιών και διακυβερνητικοί οργανισμοί όπως η Διεθνής Τράπεζα και το ΔΝΤ.
Μεταστατική Μονοπώληση
Τα Τέσσερα Μεγάλα Μονοπώλια του Tucker έχουν κάνει την παρουσία τους ολοένα και πιο αισθητή από τη δεκαετία του 1880 και έπειτα. Αλλά τον τελευταίο αιώνα έχει επίσης παρατηρηθεί η μεταστατική αύξηση των κυβερνητικών ρυθμιστικών Αρχών που αποβλέπουν στην αναδιάρθρωση νέων συναλλαγών και στην αιχμαλωσία νέων αγορών. Ανάμεσα στα σημερινά Πολλά Μονοπώλια, πέντε είναι ιδιαιτέρως διεισδυτικά:
Το Αγροεπιχειρηματικό Μονοπώλιο περιλαμβάνει το σύστημα «New Deal» (Νέα Συμφωνία) των καρτέλ του Αμερικανικού Υπουργείου Γεωργίας, την εξαγορά πλεονασμάτων, επιδοτούμενες αρδεύσεις, επιδοτήσεις εξαγωγών και παρόμοια μέτρα τα οποία ωθούν τις τιμές προς τα πάνω, στρεβλώνοντας και στρέφοντας την παραγωγή προς επιδοτούμενες καλλιέργειες και συγκεντρώνοντας την αγροτική δραστηριότητα στις μεγάλης κλίμακας μονοκαλλιέργειες, εντάσεως κεφαλαίου. Όλα αυτά, αναπόφευκτα, εφαρμόζονται στο όνομα των «μικρών εργατών» αλλά πάντοτε ωφελούν τις μεγάλες βιομηχανικές φάρμες και τα μεγάλα αγροεπιχειρηματικά συγκροτήματα όπως η ADM και η Τyson.
To Mονοπώλιο Υποδομών περιλαμβάνει υλικές και επικοινωνιακές υποδομές. Οι κυβερνήσεις χτίζουν δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές και αεροδρόμια μέσω απαλλοτριώσεων και επιδοτήσεων φορολογικής φύσης και επιβάλλουν ρυθμίσεις που δημιουργούν τραστ στις περισσότερες αγορές μέσων μαζικής μεταφοράς. Περιορισμοί εισόδου σε αυτές τις αγορές διασφαλίζουν μονοπωλιακά κέρδη για τις προστατευόμενες μεταφορικές επιχειρήσεις. Οι κατασχέσεις χρημάτων και περιουσιών για την επιδότηση ναυτιλιακών και μεταφορικών εταιριών μεγάλων αποστάσεων δημιουργούν επιχειρηματικές ευκαιρίες οι οποίες υποστηρίζονται από τη φορολόγηση και αφορούν στις μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις, τις μεγάλου μεγέθους αλυσίδες λιανικών πωλήσεων και άλλες επιχειρήσεις οι οποίες εξαρτώνται από τις εταιρίες μεταφορών μεγάλων αποστάσεων. Οι ήδη υπάρχουσες εταιρίες τηλεπικοινωνιών και μέσων ενημέρωσης όπως η AT&T, η Comcast, και η Verizon συσσωρεύουν αυτοκρατορίες συμμετέχοντας σε αντιανταγωνιστικές συμπράξεις στην αγορά δικτύων ευρυζωνικών υπηρεσιών. Η συγκέντρωση του ελέγχου των συχνοτήτων μεταδόσεων λαμβάνει χώρα μέσω ευνοϊκών αδειοδοτήσεων που γίνονται με πολιτικά κριτήρια από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (FCC—Federal Communications Commission). Η ιδιοκτησία ευρυζωνικών δικτύων, τηλεφωνικών, καλωδιακών και οπτικών ινών συγκεντρώνεται με ανάλογο τρόπο μέσω τοπικών μονοπωλιακών παραχωρήσεων για κάθε μέσο.
Το Μονοπώλιο Παροχής Κοινωφελών Υπηρεσιών παραχωρεί τον έλεγχο του ηλεκτρισμού, του νερού και του φυσικού αερίου σε πολύ μεγάλους κεντρικούς παραγωγούς μέσω ενός συνολικότερου κεντρικού σχεδιασμού, επιδοτήσεων και τοπικών μονοπωλίων. H παραγωγή σε επίπεδο νοικοκυριών, πολυκεντρικών συστημάτων σε επίπεδο γειτονιάς ή εκτός δικτύου εναλλακτικές παραγκωνίζονται ή ρυθμίζονται μέχρι θανάτου.
Ρυθμιστικός Προστατευτισμός
O Ρυθμιστικός Προστατευτισμός ίσως να είναι ο πιο διαδεδομένος από τα Πολλά Μονοπώλια. Όπως το Προστατευτικό Μονοπώλιο του Tucker, συγκεντρώνει και προστατεύει τους ήδη υφιστάμενους προμηθευτές δημιουργώντας εμπόδια για τους εν δυνάμει ανταγωνιστές. Μεγάλες κατεστημένες επιχειρήσεις πνίγουν τον ανταγωνισμό από τα κάτω πιέζοντας για ρυθμιστική γραφειοκρατία, εκβιαστικά τέλη και περίπλοκες αδειοδοτήσεις για τα πάντα, από άδειες για ταξί μέχρι άδειες για κομμωτήρια. Οι προδιαγραφές της αγοράς, οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση θα καθορίζονταν από κοινωνικές συμβάσεις και πειραματισμούς μέσα στην ίδια την αγορά, απομονώνονται από τον ανταγωνισμό και συνεπώς δεν απορρέουν από αυτόν αλλά καθορίζονται μέσω πολιτικών επιρροών και παρεμβάσεων. Το υψηλό κόστος συμμόρφωσης με αυτές τις προδιαγραφές προστατεύει τις ήδη κατεστημένες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν μεγαλύτερες οικονομικές αντοχές συγκριτικά με τους ανταγωνιστές τους. Με αυτόν τον τρόπο αποκλείονται οι φτωχοί από επιχειρηματικές ευκαιρίες και αποστερούνται τη δυνατότητα να επιτύχουν ανεξάρτητο βιοπορισμό.
To Μονοπώλιο Υγειονομικής Περίθαλψης είναι μία παράπλευρη συνέπεια των άλλων μονοπωλίων αλλά αξίζει ειδικής προσοχής λόγω της υπερβολικής μεγέθυνσης του ιατρικού τομέα και λόγω του ότι η υγειονομική περίθαλψη και η ασφάλιση παίζουν καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις σε ό,τι αφορά δουλειές, χρήματα και οικονομικό σχεδιασμό. Το κεντρικό οικονομικό δεδομένο του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης είναι η συμβολή του στην εξώθηση των εξόδων προς τα πάνω σε βαθμό που προκαλεί παράλυση. Τα μονοπώλια πατεντών ωθούν το κόστος των φαρμάκων προς τα πάνω και προστατεύουν τα κέρδη της Pfizer και της GlaxoSmithKline. Η Ένωση Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drugs Association—FDA) καθώς και οι ιατρικές αδειοδοτήσεις δημιουργούν μία μορφή ρυθμιστικού προστατευτισμού, περιορίζοντας την προσφορά γιατρών, νοσοκομείων, και φαρμακευτικών εταιριών, οδηγώντας σε συσσώρευση κερδών και αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τα κόστη. Μία ιατρική ανάγκη μπορεί να μετατραπεί σε καταστροφικό κόστος, δημιουργώντας ουσιαστικά την ανάγκη για ευρύτερη ασφαλιστική κάλυψη. Οι εργαζόμενοι κάποτε ασφαλίζονταν μέσω ταμείων αλληλοβοήθειας αλλά τα μονοπώλια του χρήματος έχουν μετατρέψει την αγορά ιατρικής ασφάλισης σε χώρο που ελέγχεται πλήρως από εταιρίες. Αυτό έχει γίνει μέσω επιδοτήσεων, νομοθετικών επιταγών, και ρυθμιστικού ελέγχου. Οι εργαζόμενοι σήμερα είναι προσδεδεμένοι στους εργοδότες τους λόγω του κόστους των ασφαλιστικών «παροχών» ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν τον διαρκή κίνδυνο να χάσουν την ασφάλισή τους, να τους αρνηθεί η ασφαλιστική εταιρία την κάλυψη κάποιας συγκεκριμένης νοσηλείας ή φαρμάκου, ή να βρεθούν μπροστά σε δυσβάσταχτα ιατρικά χρέη.
Αν η ανάλυση του Tucker σχετικά με τα Τέσσερα Μονοπώλια που έλεγχαν την οικονομία της Χρυσής Εποχής συμπληρωθεί από την ανάλυση των νέων Πέντε Μεγάλων Μονοπωλίων τα οποία έχουν κάνει την εμφάνισή τους στη δική μας εποχή, έχουμε μία πολύ ικανοποιητική ερμηνεία των λόγων για τους οποίους οι ήδη υπάρχουσες αγορές λειτουργούν με τον τρόπο που λειτουργούν καθώς και μία εξήγηση του γιατί για κάποιους οι ίδιες αυτές αγορές δυσλειτουργούν. Ίσως και να εγείρει και ορισμένες ενστάσεις από τους σύγχρονους ελευθεριακούς.
Τα Πολλά Μονοπώλια στρεβλώνουν τις αγορές υπέρ των πιο τυπικών «καπιταλιστικών» εταιριών αλλά οι κυβερνητικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις κινούνται σε περισσότερες από μία κατευθύνσεις. Τι γίνεται με τις ρυθμίσεις ή τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας υπέρ των φτωχών ή με τους περιορισμούς στις μεγάλες κατεστημένες εταιρίες; Αυτοί οι περιορισμοί υπάρχουν αλλά δεν επιτυγχάνουν απαραίτητα τους υποτιθέμενους στόχους τους. Όπως αποδεικνύεται στον Θρίαμβο του Συντηρητισμού του Gabriel Kolko, η Προοδευτική ρυθμιστική δομή και η νομοθεσία κατά των περιορισμών του ελεύθερου ανταγωνισμού, αντί να χαλιναγωγεί τις μεγάλες επιχειρήσεις, στοιχειοθετεί τον πυρήνα του προστατευτισμού, προστατεύοντας και δημιουργώντας τις συνθήκες για το σχηματισμό τραστ από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Υπάρχουν επίσης ζητήματα προτεραιοτήτων και κλίμακας. Αν και διαφωνώ, όπως άλλωστε κάθε θιασώτης της ελεύθερης αγοράς, με τη χορήγηση δανείων στις μικρές επιχειρήσεις (SBA loans) ή τη χορήγηση Προσωρινής Βοήθειας στις Οικογένειες σε Ανάγκη (TANF), στην εποχή των διασώσεων τραπεζών, ύψους πολλών τρισεκατομμυρίων, ακόμη και όταν η κυβέρνηση αποφασίζει να δράσει και προς τις δύο κατευθύνσεις, φαίνεται ότι κινείται και ότι ευνοεί φανερά και πολύ περισσότερο τη μία από τις δύο.
Πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε την εξήγηση που δίνουν οι οικονομολόγοι της αγοράς σε ό,τι αφορά την υπέρτερη αποτελεσματικότητα των μεγάλων εταιριών, η οποία βασίζεται στον καταμερισμό εργασίας, σε οικονομίες κλίμακας ή σε εμπορικά κέρδη; Δε θα κέρδιζαν ούτως ή άλλως οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον ανταγωνισμό με τις μικρότερες, ανεξαρτήτως επιδοτήσεων και μονοπωλίων;
Ωστόσο ο Τucker δεν απέρριπτε τον καταμερισμό της εργασίας, τα εμπορικά κέρδη ή την παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα. Αυτό που στην πραγματικότητα ισχυριζόταν είναι ότι η εργασία, το εμπόριο και η παραγωγική κλίμακα οργανώνονται σε διαφορετικές βάσεις. Ανεξάρτητες συνάψεις συμβολαίων, συνεταιρισμοί, και μαγαζιά διαχειριζόμενα από εργαζόμενους είναι μορφές εξειδίκευσης και εμπορίου ακριβώς όπως και αυτές που απαντώνται σε πιο συγκεντρωτικές επιχειρήσεις. Η κλίμακα μπορεί να εισαχθεί διαμέσου κεντρικής διαχείρισης ή να εξωτερικευτεί μέσω πολυκεντρικού εμπορίου. Μια εταιρική οικονομία είναι μόνο μία από τις πολλές δυνατότητες καταμερισμού της εργασίας και ανταλλαγής αξιών. Το ζήτημα είναι αν η εταιρική οικονομία είναι κυρίαρχη λόγω της ύπαρξης οικονομικών δυνάμεων οι οποίες θα μπορούσαν να δρουν διαρκώς σε αγορές όπου δεν υπάρχουν δομικά προνόμια ή αν λόγω δυσμενών καταστάσεων θα εξανεμίζονταν όταν οι ανταγωνιστές θα αφήνονταν ελεύθεροι να προσφέρουν εναλλακτικές λιγότερο συγκεντρωτικές, με λιγότερη διαχείριση και με περισσότερη εμπορική και επιχειρηματική ανεξαρτησία για τους απλούς εργαζόμενους.
Αν η ανάλυση του Tucker αποδεικνύει κάτι, αυτό είναι ότι υπάρχουν πολλά πεδία στην οικονομική ζωή όπου απλοί άνθρωποι εξαναγκάζονται να ξοδέψουν χρήματα που θα προτιμούσαν να μην ξοδέψουν με εμπορικούς εταίρους που υπό άλλες συνθήκες δε θα επέλεγαν. Οι πιο διαδεδομένες και εκτεταμένες κυβερνητικές παρεμβάσεις προάγουν τον οικονομικό συγκεντρωτισμό, την εμπορευματοποίηση, τις υπερβολικά μεγάλες κλίμακες και τις απαιτούμενες για λόγους διαχείρισης ενοποιημένες ιεραρχίες—όχι επειδή αναπτύσσονται φυσιολογικά σε οικονομίες της αγοράς αλλά επειδή βγαίνουν εκτός ελέγχου στο θερμοκήπιο του μετακυλιόμενου στην κοινωνία κόστους και του παρεμποδιζόμενου ανταγωνισμού.
H Zώνη και τα Κόκκαλα
Για το μεγαλύτερο κομμάτι του 20ου αιώνα οι Αμερικανοί ελευθεριακοί θεωρήθηκαν υπερασπιστές του «καπιταλισμού» (αν και για τις αμφιβολίες που διατηρεί ο Clarence Carson για τη λέξη αυτή δείτε το άρθρο “Capitalism: Yes and No” «Καπιταλισμός: Ναι και Όχι» στο Freeman του 1985). Οι περισσότεροι ελευθεριακοί, και σχεδόν όλοι οι αντίπαλοί τους φάνηκε να συμφωνούν ότι ελευθερισμός σημαίνει υπεράσπιση των επιχειρήσεων από τις επιθέσεις της «μεγάλης παρεμβατικής κυβέρνησης» και ο σκοπός της οικονομικής ελευθερίας (‘laissez faire’) ήταν να απελευθερώσει τις υπάρχουσες μορφές εμπορίου από πολιτικούς περιορισμούς.
Aυτό ήταν σχεδόν μία πλήρης αντιστροφή από τη στάση των παραδοσιακών ελευθεριακών όπως ο Tucker, την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αντι-καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς». Ο Tucker ήταν ένας από τους πιο γνωστούς υπερασπιστές των ελεύθερων αγορών στην Αμερική του 19ου αιώνα, που συνόψιζε τις οικονομικές του αρχές ως «Απόλυτα Ελεύθερο Εμπόριο…η ελευθερία οικονομικής δράσης (“laissez-faire”) ως οικουμενικός κανόνας». Σύμφωνα με τον Tucker, λοιπόν, ο ελευθερισμός σήμαινε την επίθεση στα οικονομικά προνόμια δια της αφαίρεσης των πολιτικών προνομίων τα οποία συνέδραμαν στην ύπαρξη οικονομικών προνομίων και εξάρθρωση των μονοπωλίων εκθέτοντάς τα στον ανταγωνισμό από κάτω.
Τα Πολλά Μονοπώλια είναι διαδεδομένα και ουσιαστικά διαμορφώνουν την καθημερινότητα της οικονομίας των μεγάλων επιχειρήσεων. Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί η ανάλυση του Tucker δεν έγινε κατανοητή όχι μόνο από τους αντιπάλους αλλά επίσης και από τους υποστηρικτές των ελεύθερων αγορών, με τους Προοδευτικούς να κατηγορούν διαρκώς τις «απορρυθμισμένες αγορές» για την ανισότητα, την εκμετάλλευση και την ισχύ των μεγάλων επιχειρήσεων και τους τασσόμενους «υπέρ του καπιταλισμού» ελευθεριακούς να ανταπαντούν δικαιολογώντας το οικονομικό κατεστημένο. Παραδόξως, ίσως η προσέγγιση του Tucker έχει ξεχαστεί εν μέρει λόγω αυτού καθεαυτού του βάθους και της έκτασης των προβλημάτων που εντοπίζει.
Οι ελευθεριακοί του εικοστού αιώνα στις περισσότερες περιπτώσεις εντόπιζαν και εναντιώνονταν σε παρεμβάσεις όπως η προοδευτική φορολόγηση, η κοινωνική πρόνοια και η περιβαλλοντική νομοθεσία—παρεμβάσεις που από οικονομικής απόψεως είναι επιφανειακές. Αν και στόχος τους ήταν να μεταρρυθμίσουν ή να περιορίσουν την επιχειρηματική κρατικο-καπιταλιστική οικονομία θεωρούν ως δεδομένα τα βασικά χαρακτηριστικά της—συγκέντρωση, προστασία υπέρ των ήδη κατεστημένων επιχειρήσεων, αυξημένα κόστη και εταιρική ισχύ—προσπαθώντας μόνο να περιορίσουν τις πιο απεχθείς υφεσιακές συνέπειές τους. Οι αντισταθμιστικές «Προοδευτικές» ρυθμίσεις είναι σαν να φοράς έναν ζωστήρα πάνω στον καπιταλισμό. Ένας άντρας μπορεί να χρειάζεται έναν ζωστήρα ή μπορεί να δείχνει καλύτερα χωρίς αυτόν, αλλά το σώμα του παραμένει το ίδιο με ή χωρίς αυτόν τον περιορισμό.
Τα πολιτικά μέσα τα οποία συνενώνουν και εδραιώνουν τα Πολλά Μονοπώλια δεν επεμβαίνουν μόνο στη διαμόρφωση αποτελεσμάτων σε προϋπάρχουσες δομές αγοράς. Κρατικο-καπιταλιστικά προνόμια διαμορφώνουν βασικά μοτίβα ιδιοκτησίας, πρόσβασης και κόστους για βασικά αγαθά και παραγωγικούς συντελεστές. Αναδιαρθρώνουν ριζικά τις αγορές δημιουργώντας ταξικές δομές ιδιοκτησίας, υπερβολικά υψηλά κόστη και στρεβλό ανταγωνισμό που παράγει μισθωτή εργασία, έσοδα, και γενικότερα την εταιρική οικονομία με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι. Αυτές οι πρωταρχικές παρεμβάσεις δεν αποτελούν ζωστήρα που μπορεί να φοράει ή να αφαιρεί κατά βούληση ο κρατικός καπιταλισμός—αποτελούν τα ίδια τα κόκκαλά του. Χωρίς αυτά τα κόκκαλα, αυτό που απομένει δεν είναι μία διαφορετική όψη του ίδιου σώματος—είναι ένας τελείως διαφορετικός οργανισμός.
Επειδή φοράς ένα ζωστήρα επιφανειακά, είναι εύκολο να δεις και να φανταστείς το πως θα έδειχνες χωρίς αυτόν. Οι ελευθεριακοί του 20ου αιώνα δικαίως καταδίκαζαν τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο ζωστήρας προσδενόταν μέσω εξαναγκασμών από μέρους της κυβέρνησης—αλλά σπανίως παρατηρούσαν ότι όσο και να περιόριζε αυτός ο αντι-επιχειρηματικός ζωστήρας το φυσικό σχήμα της κρατικο-καπιταλιστικής οικονομίας, χωρίς αυτόν το ζωστήρα η κρατικο-καπιταλιστική οικονομία εξακολουθεί να είναι ένα πολιτικό προϊόν ως το μεδούλι, φιλικό προς τις επιχειρήσεις και διαμορφωμένο μέσω ρυθμιστικών παρεμβάσεων. Τα Μονοπώλια που δημιουργούν οι καπιταλιστές, οι γαιοκτήμονες, και οι χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι και που υποστηρίζουν την ισχύ των εταιριών είναι τόσο βαθιά ριζωμένα στην υπάρχουσα οικονομία, τόσο ενσωματωμένα στην ευρεία πολιτική συναίνεση, που είναι εύκολο να θεωρηθούν λανθασμένως ως η φυσιολογική κατάσταση μιας κοινωνίας της αγοράς.
Θα μπορούσαμε να πούμε—παραφράζοντας την Shulamith Firestone—ότι η πολιτική οικονομία του κρατικού καπιταλισμού είναι τόσο βαθιά ώστε καθίσταται αόρατη. Ή ίσως μπορεί να φαντάζει ως ένα επιφανειακό σύνολο παρεμβάσεων, ένα πρόβλημα το οποίο μπορεί να λυθεί μέσω μερικών νομικών μεταρρυθμίσεων, ίσως με την εξάλειψη των περιστασιακών διασώσεων ή επιδοτήσεων εξαγωγών, διατηρώντας ταυτόχρονα άθικτα τα βασικά αναγνωρίσιμα μοτίβα της επιχειρηματικής οικονομίας. Αλλά υπάρχει ένα βαθύτερο και πιο εκτεταμένο διακύβευμα. Μία πλήρως απελευθερωμένη αγορά συνεπάγεται την απελευθέρωση κρίσιμων διαχειριστικών πεδίων της αγοράς από τον έλεγχο του Κράτους, πεδία τα οποία θα ανακτηθούν υπέρ της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και της επιχειρηματικότητας της αγοράς. Η αγορά που ενδεχόμενα θα αναδυόταν θα ήταν ριζικά διαφορετική από οτιδήποτε υπάρχει αυτή τη στιγμή. Το ότι μία τόσο ριζική αλλαγή δεν μπορεί να ενταχθεί εύκολα σε παραδοσιακές κατηγορίες σκέψης—όπως για παράδειγμα «ελευθεριακός» ή «αριστερός», «laissez-faire» ή «σοσιαλιστής», «επιχειρηματικός» ή «αντι-καπιταλιστής»—δεν οφείλεται στο γεγονός ότι αυτές οι κατηγορίες δεν ισχύουν αλλά στο ότι δεν είναι αρκετά ευρείες: Οι ριζικά ελεύθερες αγορές διαρρηγνύουν αυτές τις κατηγορίες. Αν υπήρχε άλλη λέξη ευρύτερη και πιο περιεκτική από τη λέξη επαναστατική θα τη χρησιμοποιούσαμε.