Κέβιν Κάρσον / Kevin Carson
«Δημόσιος» τομέας vs. «Ιδιωτικός» τομέας
Η διάκριση μεταξύ του κράτους, ή του “δημόσιου” τομέα και του “ιδιωτικού”, σε ότι αφορά την οικονομία, είναι καθολική και συναντάται τόσο στον πολιτικό σχολιασμό όσο και στην πολιτική ανάλυση. Όμως στην περίπτωση της εταιρικής οικονομίας, είναι σχεδόν άνευ νοήματος. Πρώτον, η μεγάλη εταιρία δε μπορεί να αποκαλείται “ιδιωτική περιουσία”. Και, δεύτερον, η σχέση μεταξύ της εταιρικής οικονομίας και του κράτους δε μοιάζει παρά ως ένα αλληλένδετο διευθυντήριο.
1. Η ιδέα της μεγάλης εταιρίας ως “ιδιωτική περιουσία” των μετόχων της, στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι πλήρης ανοησία. Οι Berle και Means, στο The Modern Corporation and Private Property, το επεσήμαναν ήδη από το 1932. Ακόμα και οι δεξιοί ελευθεριακοί, υπερασπιστές της εταιρίας, ενάντια στο ίδιο τους το ένστικτο, αναγκάζονται να ελαχιστοποιήσουν τους πραγματικούς ιδιοκτησιακούς δεσμούς των μετόχων με την εταιρία.
Η ορθόδοξη διδαχή μεταξύ των ακόλουθων του Mises είναι αυτή περί “επιχειρησιακής εταιρίας”: η εταιρία δεν είναι η γραφειοκρατεία του μάνατζμεντ, αλλά μια απλή προέκταση της θέλησης του επιχειρηματία, η οποία υπόκειται στον απόλυτο έλεγχο του, μέσω της μαγείας της τήρησης διπλών βιβλίων. Για παράδειγμα, στο “Sean Gabb’s Thoughts on Limited Liability”, ο Stephan Kinsella ξεκίνησε παραθέτοντας την υπεράσπιση της εταιρίας του Hessen ως ένα απλό συμβολαιακό μηχανισμό, μέσω του οποίου οι ιδιοκτήτες κεφαλαίου διαχειρίζονται από κοινού την περιουσία τους, όχι με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι στην περίπτωση του συνεταιρισμού.
Ωστόσο, στο ίδιο άρθρο ο Kinsella, προκειμένου να δικαιολογήσει την περιορισμένη ευθύνη των μετόχων, πρότεινε πως η διαφορά μεταξύ μετόχου και δανειστή δεν είναι παρά ποσοτική διαφορά, και πως ο μέτοχος είναι απλώς άλλη μια κλάση συμβολαιακού διεκδικητή (σε αντίθεση με τον residual claimant, ή τον ιδιοκτήτη). Αναγκάστηκε, πράγματι, να υποχωρήσει σε ένα επιχείρημα παρόμοιο με αυτό των Berle και Means: πως η “ιδιοκτησία” των μετόχων επί της εταιρίας είναι εν πολλοίς φανταστική, και πως η πραγματική ιδιοκτησία σχετίζεται με τον έλεγχο.
«Ποια είναι τα βασικά δικαιώματα του μετόχου? Τι “αγοράζει” όταν αγοράζει την “μετοχή”; Βασικά, αποκτά το δικαίωμα να ψηφίσει – να εκλέξει διευθυντές. Αποκτά το δικαίωμα να μετέχει στις συναντήσεις των μετόχων. Κατοχυρώνει το δικαίωμα σε ένα μερίδιο των καθαρών περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας σε περίπτωση που αυτή ρευστοποιηθεί, αφού πληρώσει τους πιστωτές της κτλ. Δικαιούται επίσης ένα μέρισμα, ΕΑΝ η εταιρία αποφασίσει να πληρώσει τα μερίσματα – με άλλα λόγια, έχει το δικαίωμα να του φέρονται κατά κάποιον ισότιμο με τους υπόλοιπους μετόχους – ωστόσο δεν έχει κάποιο απόλυτο δικαίωμα να λάβει μέρισμα (ακόμα και εάν η εταιρία παρουσιάζει κέρδη), μονάχα υπό προϋποθέσεις. Πρόκειται, συνεπώς, για σχετικό δικαίωμα. Έχει (συχνά) το δικαίωμα να πουλήσει τις μετοχές του σε κάποιον τρίτο. Γιατί πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε πως αυτό το σύμπλεγμα δικαιωμάτων ισοδυναμεί με “φυσική ιδιοκτησία” – τίνος πράγματος? Των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας; Μα δεν υπάρχει εδώ πέρα κάποιο δικαίωμα (άμεσου) ελέγχου αυτής της περιουσίας. Δεν έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το jet της εταιρίας ή ακόμα και τις ίδιες τις εγκαταστάσεις της εταιρίας, χωρίς άδεια από την διεύθυνση. Σίγουρα το δικαίωμα να μετέχει στις συναντήσεις των μετόχων δεν είναι και τόσο σχετικό. Ούτε το δικαίωμα λήψης μέρους της περιουσίας της εταιρίας στην περίπτωση ρευστοποίησης ή όταν θα πληρωθούν τα μερίσματα. – αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δικαίωμα κάποιου δανειστή ή πιστωτή.»
Στα παρακάτω σχόλια, πρόσθεσε:
«Νομίζω πως υπάρχει περισσότερη αναλογία μεταξύ του μάνατζερ και του ιδιοκτήτη. Έχουν παρόμοιο έλεγχο στην άσκηση της εταιρικής πολιτικής, προσλαμβάνοντας και διοικώντας υπαλλήλους. Εσυ [quasibill] νομίζεις πως ο μέτοχος και ο ιδιοκτήτης έχουν περισσότερα κοινά, επειδή είναι και οι δύο “ιδιοκτήτες.»
Και σε ένα σχόλιο στο blog μου, έγραψε:
«Είναι περίεργη αυτή η έννοια πως οι ιδιοκτήτες περιουσίας είναι αυτόματα υπεύθυνοι για εγκλήματα που διαπράττονται με την ιδιοκτησία τους… Επιπλέον, η ιδιοκτησία απλώς σημαίνει δικαίωμα στον έλεγχο. Αυτό το δικαίωμα στον έλεγχο μπορεί να επιμεριστεί με διάφορους και περίπλοκους τρόπους. Αν νομίζεις πως οι μέτοχοι είναι “ιδιοκτήτες” της εταιρικής περιουσίας, ακριβώς όπως τους ανήκει το σπίτι ή το αμάξι τους – τότε, μπορείς απλά να αγοράσεις μια μετοχή της Exxon και να προσπαθήσεις να εισέλθεις στο γραφείο του διοικητικού συμβουλίου χωρίς άδεια.»
Πράγματι, ακόμη και το δικαίωμα στην εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου, το μόνο πραγματικό δικαίωμα των μετόχων, είναι σε μεγάλο βαθμό συμβολικό. Οι εταιρίες ελέγχονται γενικά από εσωτερικούς διευθυντές οι οποίοι ανταλλάσουν χάρες με τon CEO, και ο πόλεμος των μετόχων δια αντιπροσώπων συνήθως είναι καταδικασμένος από την αρχή.
Η απειλή της εχθρικής κατάληψης, την οποία εξήραν τόσο οι υπερασπιστές των εταιριών στα επιχειρήματα τους για την “αγορά στον εταιρικό κόσμο”, υπήρξε πράγματι απειλή μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ακολουθώντας την καινοτομία των ομολόγων-σκουπιδιών στην εταιρική χρηματοδότηση. Ακόμη και τότε, εύλογα μπορεί να ειπωθεί πως η εχθρική κατάληψη ήταν ενέργεια, όχι των επενδυτών, αλλά του μάνατζμεντ που δρούσε με βάση το προσωπικό ώφελος. Σε κάθε περίπτωση, το εταιρικό μάνατζμεντ γρήγορα άλλαξε τους εσωτερικούς κανόνες της εταιρικής διακυβέρνησης προκειμένου να καταστήσει ιδιαίτερα δύσκολη την εχθρική κατάληψη μέσω συσκεών όπως τα “δηλητηριώδη χάπια”, το “greenmail” και το “καρχαριοαπωθητικό”. Ως εκ τούτου, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και έπειτα, οι περισσότερες καταλήψεις δεν ήταν παρά φιλικές δράσεις, σε σύμπνοια με το μάνατζμεντ του.
Το κυρίαρχο μοντέλο της συμπεριφοράς στα πλαίσια της Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων από τη δεκαετία του 1980, πράγματι, αναλογεί με την προώθηση των συμφερόντων του management εις βάρος των μετόχων: λιμοκτονία, άρμεγμα, και αποψίλωση των περιουσιακών στοιχείων, και γενικά ξεκοίλιασμα της μακροχρόνιας παραγωγικότητας της επιχείρησης, προκειμένου να φουσκώσουν βραχυπρόθεσμα και τεχνηέντως οι αριθμοί, ώστε να βελτιωθούν τα bonus και οι μετοχικές επιλογές.
Για αυτό και οι μεγάλοι προμηθευτές έχουν ουσιαστικά απογυμνωθεί από ανθρώπινο κεφάλαιο. Τριάντα χρόνια πριν, εάν έμπαινες σε ένα μαγαζί, θα σε εξυπηρετούσαν υπάλληλοι καριέρας οι οποίοι θα γνώριζαν την παραγωγή και τις προτιμήσεις των καταναλωτών απ’ έξω και ανακατωτά. Σήμερα αν μπείς στο Lowe και ζητήσεις βοήθεια, η τυπική απάντηση που θα πάρεις από το αμειβόμενο με το βασικό μισθό μαθητή λυκείου θα είναι “δεν ξέρω, μάλλον αν δεν το βλέπεις, δεν το έχουμε”. Για αυτό και αν πας στο νοσοκομείο, η νοσοκόμα σου πιθανόν να έχει υπό την επίβλεψη της οκτώ ασθενείς (ή δέκα, δεκαπέντε, τριάντα), και θα πρέπει να περιμένεις να περάσουν πέντε ημέρες προτού κάνεις μπάνιο ή να αλλαχθούν τα σεντόνια, ή και να τα κάνεις πάνω σου περιμένοντας 45 λεπτά για να σου φέρουν μια πάπια. Και φυσικά μπορείς να περιμένεις πως θα κολλήσεις κάποιο MRSA πριν πάρεις εξιτήριο. Ένας ΜΒΑ (Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων) είναι κάποιος ο οποίος θα έσπαγε όλα τα έπιπλα στο σπίτι του και θα τα έριχνε στο τζάκι, επαινώντας τον εαυτό του για το ποσό που γλίτωσε από τον λογαριασμό του ρεύματος.
Γενικά, Ο Σιδηρούν Νόμος της Ολιγαρχίας λειτουργεί στα πλαίσια της εταιρίας: το εταιρικό μάνατζμεντ πάντοτε θα έχει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με αυτούς που βρίσκονται απ’ έξω και τους οποίους υποτίθεται πως “εκπροσωπεί”, κάνοντας χειρισμούς προκειμένου να αποφύγουν τον έλεγχο από έξωθεν.
Για να ανακεφαλαιώνουμε, η πρακτική της επιχείρησης είναι απλώς η ρευστή συγκέντρωση μη-ιδιόκτητου κεφαλαίου, το οποίο ελέγχεται από μια αυτο-αναπαραγώμενη ολιγαρχία των μάνατζερς που κατέχει όλα τα υλικά δικαιώματα ελέγχου χωρίς ποτέ να έχει αποκτήσει “ιδιοκτησιακά” δικαιώματα με κάποιον νόμιμο τρόπο (π.χ αγοράζοντας το μετοχικό κεφάλαιο που ελέγχει και χρησιμοποιεί προς όφελος της).
Ο προφανής παραλληλισμός είναι αυτός με τις χιλιάδες βιομηχανικές επιχειρήσεις στην Σοβιετική κρατική οικονομία. Ήταν θεωρητικά “ιδιοκτησία” των ανθρώπων ή των εργαζομένων, οι οποίοι, όμως, δεν ασκούσαν κανενός είδους έλεγχο επάνω τους. Πρακτικά, βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των ανώτερων κλιμακίων του Κόμματος και του κρατικού μηχανισμού, μια αυτο-αναπαραγώμενη ολιγαρχία των μάνατζερς η οποία άρμεγε την κρατική οικονομία για να συντηρήσει το πολυτελές lifestyle των εξοχικών, των ωραίων αμαξιών και των προνομίων στα Κρατικά Εμπορικά Κέντρα (State Department Stores).
Η σύγχρονη εταιρική επιχείρηση δεν είναι νόμιμη ιδιοκτησία κανενός. Δεν αποτελεί “περιουσία” των μετόχων, ούτε στο ελάχιστο. Και παρόλο που αποτελεί de facto ιδιοκτησία των μάνατζερς οι οποίοι την λεηλατούν πρός ίδιον όφελος, δεν τους ανήκει με οποιαδήποτε νόμιμη έννοια.
2. Το όριο μεταξύ της εταιρικής οικονομίας και του συγκεντρωτικού κράτους, είναι, παρομοίως, εν πολλοίς φανταστικό.
Αν μεταφερόμασταν επτακόσια χρόνια πριν, θα ήταν ανούσιο να ρωτούσαμε εάν κάποιος μεγαλο-φεουδάρχης ήταν “ιδιώτης” γης ή κομμάτι του κράτους. Σε αυτή την κοινωνία, οι κάτοχοι γης ήταν το κράτος, και το κράτος ήταν ο μηχανισμός που εισέπραττε τα ενοίκια για λογαριασμό τους. Οι μεγάλο-γεωκτήμονες, υπό το ancien regime, έλεγχαν τα ανώτερα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού· Ο βασιλιάς και οι ευγενείς του κατείχαν τη γη όλης της επικράτειας, κατά τη φεουδαρχική θεωρία του δικαίου, και χρησιμοποιούσαν την κρατική ισχύ για να αποσπάσουν ενοίκια από τους ανθρώπους που όντως ζούσαν και εργάζονταν στη γη.
Στον σύγχρονο κρατικό καπιταλισμό, παρομοίως, το μάνατζμεντ της εταιρικής οικονομίας και το μάνατζμεντ το κρατικού μηχανισμού στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από το ίδιο προσωπικό.
Μια τυπική περίπτωση είναι αυτή του διευθυντή ή του υποδιευθυντή μιας μεγάλης εταιρίας που γίνεται διευθυντή κάποιου οργανισμού, η βοηθός γραμματέα, με πρόσληψη από κάποια πολιτική αρχή, και έπειτα, πάλι επιστροφή σε διευθυντική η ανώτερη διοικητική θέση σε μια μεγάλη εταιρία. Το αλληλένδετο σύστημα των διευθυντικών θέσεων που προσδένει τις μεγάλες τράπεζες και τον βιομηχανικό κλάδο, περιλαμβάνει το ίδιο το κράτος. Είναι δύσκολο να λησμονήσουμε τη φράση του Μάρξ: “Εκτελεστική επιτροπή της άρχουσας τάξης”.
Ταυτόχρονα, οι αρκετές εκατοντάδες κυρίαρχες φίρμες που απαρτίζουν την εταιρική οικονομία, και η δομή την οποία συγκροτούν, εξαρτώνται από την διαρκή παρέμβαση του κράτους για την επιβίωση τους. Το κράτος επιδοτεί τα λειτουργικά τους έξοδα, σε βαθμό που για πολλούς από τους Fortune 500 το συνολικό ποσό των άμεσων και των έμμεσων ελαφρύνσεων ξεπερνούσε το περιθώριο κέρδους τους. Εάν οι κρατικές επιδοτήσεις και τα κατ’ επιλογήν πλεονεκτήματα εξαλείφονταν, θα ξεπουλούσαν τόσες εταιρίες με τιμές τέτοιες μέχρι που να φτάσουμε στο Fortune 50.000. Και με την κατάρρευση της κερδοφορίας και της αξίας της μετοχής ως αποτέλεσμα του κρατικού αρμέγματος, είναι πιθανό πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις να πουλιόνταν για δεκάρες από τους ίδιους τους εργαζόμενους, ή απλά θα εγκαταλείπονταν στα χέρια των εργαζομένων (όπως στα κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή).
Η σταθερότητα των εταιρικών, ολιγοπωλιακών αγορών και η διαχειριζόμενη τιμολόγηση εξαρτώνται από τους κρατικούς κανονισμούς που διέπουν τη λειτουργία τους ως καρτέλ προστατεύοντας τις μεγάλες επιχειρήσεις από τον πλήρη ανταγωνισμό της αγοράς.
Αυτό είναι αληθές, ειδικά, σε ότι αφορά την λεγόμενη “πνευματική ιδιοκτησία”, η οποία είναι το πιο σημαντικό εργαλείο μετατροπής του κλάδου σε καρτέλ. H AT&T χτίστηκε επάνω στα θεμέλια της Bell Patent Association. Πολλές εταιρίες δημιούργησαν καρτέλ μέσω της ανταλλαγής και της συγκέντρωσης των πατεντών (για παράδειγμα η Westinghouse and GE μετέτρεψε σε καρτέλ την βιομηχανία οικιακών συσκευών την δεκαετία του 1920 συγκεντρώνοντας τις πατέντες τους). Η αμερικάνικη χημική βιομηχανία δημιουργήθηκε σχεδόν εκ του μηδενός κατα τη διάρκεια του 1ου ΠΠ, όταν το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατέσχεσε γερμανικές πατέντες χημικών και τις διένειμε στις αναδυόμενες αμερικάνικες επιχειρήσεις στον τομέα των χημικών. Η περιγραφή που δίνει ο Alfred Chandler, των κυρίαρχων εταιριών στον πρώιμο τομέα των ηλεκτρονικών καταναλωτικών ειδών, συνίσταται ουσιαστικά εξολοκλήρου στο ποιες πατέντες ανήκαν σε ποιες εταιρίες.
Οι κυρίαρχοι κλάδοι της παγκόσμιας εταιρικής οικονομίας εξαρτώνται σχεδόν πλήρως από ένα επιειρηματικό μοντέλο βασισμένο όχι μόνο στον νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων και πατεντών, αλλά και στη δρακόντια ανάπτυξη του νόμου για τις IP, το οποίο υπάγεται στον Κύκλο της Ουρουγουάης του GATT και στο Digital Millenium Copyright Act: ψυχαγωγία, λογισμικό, ηλεκτρονικά, βιοτεχνολογία, και φαρμακευτικά. Δεν θα υπήρχαν, ως έχουν, αν δεν επρόκειτο για τα κρατικά επιβαλλόμενα μονοπώλια.
Ο διεθνής νόμος για τις IP,, ειδικά οι μακροσκελείς όροι των πατεντών, “κλειδώνoυν” τις πολυεθνικές σε θέση ελέγχου της τελευταίας γενιάς της παραγωγικής τεχνολογίας, και, πράγματι, μετατρέπουν τον Τρίτο Κόσμο σε πάροχο sweatshop εργασίας προς όφελος του δυτικού κεφαλαίου.
Η πνευματική ιδιοκτησία παίζει τον ίδιο κεντρικό, προστατευτικό ρόλο στην σύγχρονη επιχειρηματική οικονομία που παίζανε οι ταρίφες στις παλιές, εθνικές, κορπορατίστικες οικονομίες.
Οι περισσότεροι κανονισμοί ασφάλειας και ποιότητας πρακτικά εξυπηρετούν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό με τους όρους που θέτουν. Το μίνιμουμ που επιβάλλει ο κανονισμός συχνά γίνεται μάξιμουμ. Το αποτέλεσμα είναι ακριβώς ίδιο με τις εταιρίες σε ένα κλάδο που μαζεύονται προκειμένου να καθιερώσουν ένα στάνταρ ποιότητας και κώδικες ασφάλειας προκειμένου να ρίξουν τον ανταγωνισμό σε διαχειρίσιμα επίπεδα, εκτός φυσικά από το ότι δρώντας μέσα από το κράτος αποφεύγουν την αποσταθεροποιητική περίπτωση που μεμονωμένες φίρμες αποχωρούν. Και πρακτικά, οι κανονισμοί ασφάλειας και ποιότητας καθιστούν την εταιρία άμοιρη οποιασδήποτε αστικής ευθύνης, μεγαλύτερης από αυτή που ορίζει το κράτος, το μικρότερο κοινό παρονομαστή των κανονιστικών στάνταρ.
Υπό τον αστικό κώδικα περί όχλησης, όπως υπήρξε στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα πολύ πριν τα φιλο-επιχειρηματικά δικαστήρια το εξαφανίσουν, μια εταιρία ήταν υπεύθυνη για κάθε βλάβη που προξενούσε. Τελεία. Σήμερα εάν μια εταιρία ρυπάνει τον αέρα ή το νερό με τρόπο που προκαλείται αντικειμενική βλάβη, αλλά παρόλα αυτά είναι εντός των ορίων που ορίζει η EPA, θα χρησιμοποιήσει τα όρια αυτά ως φύλλο συκής, αποφεύγοντας την ευθύνη για την ζημία που προκαλεί. H Monsanto αποπειράθηκε να χρησιμοποιήσει τα FDA στάνταρντς ως όπλο καταπίεσης του ελεύθερου εμπορικού λόγου, επιχειρηματολογώντας πως θα έπρεπε να παράνομο να διαφημίζεται το γάλα χωρίς την Αυξητική Ορμόνη Bovine. Είναι λίβελος, μας λένε κατάμουτρα, να υπονοείται πως υπάρχει κάτι προβληματικό με τις πρακτικές που ορίζουν τα FDA standards.
Στην πιο ευρεία κλίμακα, ο Gabriel Kolko ισχυρίστηκε πως ήταν το Clayton Antitrust Act το οποίο κατέστησε εφικτές τις σταθερές ολιγοπωλιακές αγορές. Η απαγόρευση του “αθέμιτου ανταγωνισμού” κατέστησε παράνομους για πρώτη φορά τους αποσταθεροποιητικόυς πολέμους τιμών, και με κάθε τρόπο ενέταξε κάθε επιχείριση σε έναν κρατικά επιχορηγούμενο εμπορικό σύλλογο.
Η καλύτερη αναλογία που έχω συναντήσει σχετικά με την κατανόηση των στενών δεσμών μεταξύ του κράτους και της κορπορατιστικής οικονομίας, και την συνάρθρωση του σε μια κρατική, καπιταλιστική, άρχουσα τάξη, είναι του Brad Spangler στο “Recognizing Faux Private Interests that are Actually Part of the State”:
«Ας υποθέσουμε δυο ειδών σενάρια ληστείας.
Στο πρώτο, ένας μοναχικός ληστής στρέφει το όπλο του επάνω σου και σου αποσπά όλα τα μετρητά. Όλοι οι ελευθεριακοί θα αναγνώριζαν κάτι τέτοιο ως μικρό-παράδειγμα οποιασδήποτε κυβέρνησης, με περισσότερες ομοιότητες προς τον κρατικό σοσιαλισμό.
Στο δεύτερο, αναπαριστώντας τον κρατικό καπιταλισμό, ο ένας ληστής (ο κυριολεκτικός μηχανισμός της κυβέρνησης) κρατάει ένα πιστόλι ενώ ο δεύτερος (αναπαριστώντας τις σύμμαχες με το κράτος εταιρίες) απλώς κρατάει την τσάντα μέσα στην οποία πρέπει να ρίξεις το ρολόι σου, το πορτοφόλι σου και τα κλειδιά σου. Ο ισχυρισμός πως η δοσοληψία με τον τύπο με την τσάντα είναι “οικειοθελής δοσοληψία” είναι παράλογος. Τέτοιες ανοησίες πρέπει να είναι αντικείμενο καταδίκης από κάθε ελευθεριακό. Τόσο ο ένοπλος όσο και αυτός με την τσάντα είναι το αληθινό κράτος.»
Κατά συνέπεια, όπως τόνισε και αλλού, “το αληθινό κράτος είναι ολόκληρη η πολιτική τάξη, οι παρασιτικοί ευεργετηθέντες του εξαναγκαστικού κρατικού μηχανισμού”. Και πιο συγκεκριμένα, “τα διεφθαρμένα κρατικά πλάνα ‘ιδιωτικοποιήσεων’ τα οποία οφελούν τις μεγάλες εταιρίες, γίνονται κατανοητά ως απλή μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από τον ένα βραχίονα της πολιτικής τάξης στον άλλον…” Πράγματι, παρέθεσε τον ίδιο το επιχείρημα του Murray Rothbard, το οποίο σκοπεύω να εκθέσω πιο αναλυτικά σε επόμενη ανάρτηση, πως οι εταιρίες οι οποίες βλέπουν την πλειονότητα των εσόδων τους να πηγάζουν από κρατική παρέμβαση, πρέπει να θεωρούνται ως κρατικές επιχειρήσεις και να απαλλοτριώνονται από τους ίδιους τους εργαζόμενους τους, τροποποιούμενες έτσι σε αυθεντικά ιδιωτική περιουσία με την μορφή της συνεργατικής κοοπερατιβάς.
Ανανέωση: Το TGGP, σε κάποιο σχόλιο, πόσταρε ένα link σε ένα εξαιρετικό άρθρο του 2Blowhards το οποίο είχα ξεχάσει: “The New Class and its Government Nexus, Part I”. Περιέγραψε τη νέα μεσαία τάξη ως μια συλλογή:
«…χρηματιστών, ανώτερων επιχειρηματικών και κυβερνητικών γραφειοκρατών, και επαγγελματιών (γιατροί, δικηγόροι, λογιστές κτλ.), όπου όλοι απολαμβάνουν υψηλών εισοδημάτων χωρίς να χρειάζεται να θέσουν σε ρίσκο τα δικά τους χρήματα. Αυτοί οι άνθρωποι συγκροτούν την πλειοψηφία του ανώτατου 10% στη διανομή του εισοδήματος, και ένα υψηλό ποσοστό μεταξύ του ανώτατου 1% (ένα άλλο, σαφώς μικρότερο, ποσοστό που βρίσκεται στο ανώτερο 10% και 1% είναι επιχειρηματίες, οι οποίοι βεβαίως και δεν ανήκουν στην νέα τάξη; πρόκειται για οικονομικούς πειραματιστές που παίρνουν ρίσκα, όπως δείχνουν και τα υψηλά ποσοστά χρεωκοπίας).»
Αυτό συνδέεται και με αυτό που ανέφερα προηγουμένως. Το εταιρικό μάνατζμεντ, διαμέσου του ελέγχου των οργανισμών επωφελείται από την πραγματική ιδιοκτησία της περιουσίας. Αλλά επειδή αυτό που πραγματικά ασκεί είναι απλώς ο έλεγχος επί ιδιοκτησίας η οποία δεν ανήκει πραγματικά σε οποιονδήποτε, δεν αντιμετωπίζει κανένα ρίσκο προσωπικής απώλειας που προκύπτει από την επένδυση ίδιων πόρων με την εξαγορά της ιδιοκτησίας (έχοντας, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μετοχικές options οι οποίες αντιπροσωπεύουν ένα ελάχιστο μέρος του μερίσματος που ελέγχουν).
Πιστεύω πως αυτή ήταν μια κριτική που έκανε ο Mises στο μοντέλο του Lange για τον σοσιαλισμό της αγοράς: ο μάνατζερ μια κρατικής επιχείρησης δεν είναι αυθεντικός επιχειρηματίας, ακόμα και όταν παίρνει διοικητικές πρωτοβουλίες προκειμένου να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της εταιρίας, καθώς το μόνο που θα ρίσκαρε θα ήταν η απώλεια του μελλοντικού του εισοδήματος. Δεν θα ρίσκαρε την ίδια την αξία της επιχείρησης, καθώς δε θα είχε επενδύσει τον προσωπικό του πλούτο.